ψαμμόφιλος

ψαμμόφιλος
-η, -ο, Ν
1. (για ζώα) αυτός που ζει στην άμμο
2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε αμμώδεις τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + φίλος (πρβλ. ὑμνό-φιλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”